περισπασμός

περισπασμός
ο, ΝΑ [περισπώ]
1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο
2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί»)
αρχ.
1. (για στρατ. κινήσεις) η στροφή ενός παρατεταγμένου τμήματος γύρω από τη μία πτέρυγά του κατά δύο τέταρτα τού κύκλου ώστε να ελέγχεται ο πίσω από το τμήμα χώρος («κατ' οὐλαμὸν δ' ἐπιστροφή και περισπασμός», Πολ.)
2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη («τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῡ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν», Απολλ. Δύσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισπασμός — wheeling round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμός — ο 1. απασχόληση από εργασία. 2. αμηχανία, στενοχώρια, δυσκολία: Οι περισπασμοί είναι πολλοί στη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισπασμοῖς — περισπασμός wheeling round masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμοί — περισπασμός wheeling round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμοῦ — περισπασμός wheeling round masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμούς — περισπασμός wheeling round masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμῶν — περισπασμός wheeling round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμῷ — περισπασμός wheeling round masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπασμόν — περισπασμός wheeling round masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσπασις — ἡ, ΜΑ [περισπώ] 1. περισπασμός, απασχόληση με άλλο αντικείμενο από εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει, η διάσπαση τής προσοχής 2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”